- περιτεχνώμαι
- -άομαι, Α1. τεχνάζομαι, κατασκευάζω κάτι2. μηχανώμαι, δολιεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τεχνῶμαι «κατασκευάζω με τέχνη, μηχανεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιτέχνησις — ήσεως, ἡ, Α [περιτεχνώμαι] 1. έξοχη, εξαίρετη τέχνη 2. τέχνασμα, πανουργία, δόλος … Dictionary of Greek